- παραψύχω
- ΜΑπαρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνοαρχ.ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραψύχη — παραψύχω cool aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψύχει — παραψύ̱χει , παραψύχω cool pres ind mp 2nd sg παραψύ̱χει , παραψύχω cool pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψύχουσι — παραψύ̱χουσι , παραψύχω cool pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραψύ̱χουσι , παραψύχω cool pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψυκτήριον — τὸ, Α παραψυχή*. παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραψύχω + επίθημα τήριον (πρβλ. φυλακ τήριον)] … Dictionary of Greek
παραψυχή — και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον. β. «ἔχε δή τιν ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ ε ψύχ ην, αόρ. β τού παραψύχω (πρβλ. ανα ψυχή, κατα ψυχή)] … Dictionary of Greek
ՍՓՈՓԵՄ — (եցի.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. παραμυθέω, παραψύχω, ἁγαπάω, ἁνακτάομαι consolor, mitigo, diligo, refrigero, recreo եւն. Մխիթարել. արգահատել. դիւրել. բուժել. մեղմել զցաւս, փարատել. զովացուցանել. ... *Իբրեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παραψύχοισα — παραψύ̱χοισα , παραψύχω cool pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψύχοντες — παραψύ̱χοντες , παραψύχω cool pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψύχουσαν — παραψύ̱χουσαν , παραψύχω cool pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψύχων — παραψύ̱χων , παραψύχω cool pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)